αντίς
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αντίς < μεσαιωνική ελληνική ἀντίς < αρχαία ελληνική ἀντί
Πρόθεση
επεξεργασίααντίς
- (λαϊκότροπο) (ιδιωματικό) αντί
- αντίς να φέρει ξύλα, ήφερε μόνο φρύανα
Μεταφράσεις
επεξεργασία αντίς
|
αντίς
|