εναντίως
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- εναντίως < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἐναντίως < ἐναντίος . Συγχρονικά αναλύεται σε εναντί(ος) + -ως. Για το επίρρημα ενάντια, δείτε ενάντιος.
Επίρρημα
επεξεργασίαεναντίως
- (παρωχημένο, λόγιο) ενάντια, αντιθέτως, κατά τρόπο αντίθετο ή αντιτιθέμενο
Συγγενικά
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- «ενάντιος, εναντίος (& εναντίως)» - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
- «ἐναντίως» - ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .