Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αντιτιθέμενος η αντιτιθέμενη το αντιτιθέμενο
      γενική του αντιτιθέμενου της αντιτιθέμενης του αντιτιθέμενου
    αιτιατική τον αντιτιθέμενο την αντιτιθέμενη το αντιτιθέμενο
     κλητική αντιτιθέμενε αντιτιθέμενη αντιτιθέμενο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αντιτιθέμενοι οι αντιτιθέμενες τα αντιτιθέμενα
      γενική των αντιτιθέμενων των αντιτιθέμενων των αντιτιθέμενων
    αιτιατική τους αντιτιθέμενους τις αντιτιθέμενες τα αντιτιθέμενα
     κλητική αντιτιθέμενοι αντιτιθέμενες αντιτιθέμενα
ομάδα 'εισαγόμενος', Κατηγορία όπως «εισαγόμενος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

αντιτιθέμενος < ἀντιτιθέμενος, λόγια μετοχή ενεστώτα του ρήματος ἀντιτίθεμαι

  Μετοχή επεξεργασία

αντιτιθέμενος, -η, -ο (αντιτιθέμενη και αντιτιθεμένη)

  • αυτός που τίθεται στον αντίποδα μιας άποψης, που θέλει να εμποδίσει την εφαρμογή της, που τοποθετείται σε αντίθεση με κάτι
    οι συνδικαλιστικές οργανώσεις, αντιτιθέμενες στην κατάργηση των συλλογικών συμβάσεων, κήρυξαν σειρά απεργιών
    Ο πρόεδρος της Δημοκρατίας προσπάθησε να συνθέσει τις αντιτιθέμενες απόψεις των κομμάτων, για να σχηματιστεί κυβέρνηση
    Διώχθηκε ως αντιτιθέμενος στις πρακτικές του αυταρχικού καθεστώτος

Συγγενικά επεξεργασία

Συνώνυμα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία