Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική ἀντίος ἀντί τὸ ἀντίον
      γενική τοῦ ἀντίου τῆς ἀντίᾱς τοῦ ἀντίου
      δοτική τῷ ἀντί τῇ ἀντί τῷ ἀντί
    αιτιατική τὸν ἀντίον τὴν ἀντίᾱν τὸ ἀντίον
     κλητική ! ἀντίε ἀντί ἀντίον
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ ἀντίοι αἱ ἀντίαι τὰ ἀντί
      γενική τῶν ἀντίων τῶν ἀντίων τῶν ἀντίων
      δοτική τοῖς ἀντίοις ταῖς ἀντίαις τοῖς ἀντίοις
    αιτιατική τοὺς ἀντίους τὰς ἀντίᾱς τὰ ἀντί
     κλητική ! ἀντίοι ἀντίαι ἀντί
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ ἀντίω τὼ ἀντί τὼ ἀντίω
      γεν-δοτ τοῖν ἀντίοιν τοῖν ἀντίαιν τοῖν ἀντίοιν
2η&1η κλίση, Κατηγορία 'λόγιος' όπως «λόγιος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

ἀντίος < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *h₂entíos < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *h₂ent- (πρόσωπο, μπροστά)

  Επίθετο επεξεργασία

ᾰ̓ντῐ́ος, -α, -ον

  1. που βρίσκεται μπροστά
  2. ενάντιος
  3. αντίθετος

Παράγωγα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία