Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
εναντιότητα
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
η
εναντιότητ
α
οι
εναντιότητ
ες
γενική
της
εναντιότητ
ας
των
εναντιοτήτ
ων
αιτιατική
την
εναντιότητ
α
τις
εναντιότητ
ες
κλητική
εναντιότητ
α
εναντιότητ
ες
Κατηγορία
όπως «
σάλπιγγα
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
εναντιότητα
<
αρχαία ελληνική
ἐναντιότης
Ουσιαστικό
επεξεργασία
εναντιότητα
θηλυκό
(
λόγιο
) το να είναι
κάποιος
ή
κάτι
ενάντιο(ς)
, η
ιδιότητα
του
ενάντιου
Μεταφράσεις
επεξεργασία
εναντιότητα