contradictory
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαπαραθετικά | |
θετικός | contradictory |
συγκριτικός | more contradictory |
υπερθετικός | most contradictory |
Επίθετο
επεξεργασίαcontradictory (en)
- αντίθετος, που δείχνει έλλειψη συμφωνίας μεταξύ δηλώσεων, γεγονότων, απόψεων ή ενεργειών
- ⮡ two contradictory opinions/ideologies - δυο αντίθετες γνώμες/ιδεολογίες
- ⮡ It’s contradictory to our goals.
- Είναι αντίθετο προς τις επιδιώξεις μας.
- ≈ συνώνυμα: clashing και conflicting