ολοκληρωματικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ολοκληρωματικός < ολοκλήρωμα, ολοκληρωματ- + -ικός, μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική calcul intégral[1][2]
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /o.lo.kli.ɾo..ma.tiˈkos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ο‐λο‐κλη‐ρω‐μα‐τι‐κός
Επίθετο
επεξεργασίαολοκληρωματικός, -ή, -ό
- (μαθηματικά) που σχετίζεται με ολοκληρώματα
- άλλες μορφές: ολοκληρωτικός
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη ολόκληρος
Μεταφράσεις
επεξεργασία ολοκληρωματικός
|
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ ολοκληρωτικός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ «ολοκλήρωμα» - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)