ολοκληρωτισμός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- ολοκληρωτισμός < ολοκληρωτικός + -ισμός ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική totalitarianism)
Προφορά
επεξεργασία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
ολοκληρωτισμός αρσενικό
- (πολιτική) πολιτικό καθεστώς με υπερβολικά ενισχυμένη την εκτελεστική εξουσία, που δρα στυγνά, ακυρώνει θεμελιώδη ανθρώπινα δικαιώματα, η ατομική βούληση μαζοποιείται και καταργείται η θεμελιώδης ελευθερία.
Συνώνυμα
επεξεργασίαΑντώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία
Μεταφράσεις
επεξεργασία
ολοκληρωτισμός
|