↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ολοκληρωτισμός οι ολοκληρωτισμοί
      γενική του ολοκληρωτισμού των ολοκληρωτισμών
    αιτιατική τον ολοκληρωτισμό τους ολοκληρωτισμούς
     κλητική ολοκληρωτισμέ ολοκληρωτισμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ολοκληρωτισμός < ολοκληρωτικός + -ισμός ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική totalitarianism)

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /o.lo.kli.ɾo.tiˈzmos/

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ολοκληρωτισμός αρσενικό

Συνώνυμα

επεξεργασία

Αντώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία