μαζοποίηση
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | μαζοποίηση | οι | μαζοποιήσεις |
γενική | της | μαζοποίησης* | των | μαζοποιήσεων |
αιτιατική | τη | μαζοποίηση | τις | μαζοποιήσεις |
κλητική | μαζοποίηση | μαζοποιήσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, μαζοποιήσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
μαζοποίηση θηλυκό
- το φαινόμενο κατά το οποίο οι άνθρωποι χάνουν την ατομική τους βούληση και ακολουθούν τις αποφάσεις της μάζας, των υπολοίπων (συνώνυμο με μαζικοποίηση)
Μεταφράσεις επεξεργασία
μαζοποίηση
|