deadline
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
deadline | deadlines |
Ουσιαστικό
επεξεργασίαdeadline (en)
- η προθεσμία, η λήξη προθεσμίας, καταληκτική ημερομηνία
- ⮡ I will give you a month to pay and that’s the final deadline.
- Θα σου δώσω ένα μήνα για να πληρώσεις κι αυτή είναι η τελευταία προθεσμία.
- ⮡ I will give you a month to pay and that’s the final deadline.
Πηγές
επεξεργασία- deadline - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 739. ISBN 9780194325684., λήμμα: προθεσμία