Αγγλικά (en) επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
time limit time limits

  Ετυμολογία επεξεργασία

time limit < → δείτε τις λέξεις time και limit

  Πολυλεκτικός όρος επεξεργασία

time limit (en)

  • η προθεσμία, το χρονικό διάστημα εντός του οποίου πρέπει να κάνω ή να ολοκληρώσω κάτι
    All will be done within the time limit.
    Θα γίνουν όλα μέσα στις προθεσμίες.

  Πηγές επεξεργασία