Πολυλεκτικός όρος

επεξεργασία

full stop (en)

  1. (γραμματική) (κυρίως στο Ηνωμένο Βασίλειο) η τελεία, σημείο στίξης που επισημαίνει το τέλος μιάς πρότασης
     συνώνυμα: period (ΗΠΑ)