Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η περιοδολόγηση οι περιοδολογήσεις
      γενική της περιοδολόγησης των περιοδολογήσεων
    αιτιατική την περιοδολόγηση τις περιοδολογήσεις
     κλητική περιοδολόγηση περιοδολογήσεις
Η λόγια γενική ενικού σε -εως δε συνηθίζεται σε νεότερες λέξεις.
Κατηγορία όπως «παγκοσμιοποίηση» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

περιοδολόγηση < λόγιο ενδογενές δάνειο: απόδοση για τη γαλλική périodisation [1] < ρήμα périodiser < αρχαία ελληνική περίοδος

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /pe.ɾi.o.ðoˈlo.ʝi.si/
τυπογραφικός συλλαβισμός: πε‐ρι‐ο‐δο‐λό‐γη‐ση

  Ουσιαστικό επεξεργασία

περιοδολόγηση θηλυκό
  1. η υποδιαίρεση σε χρονικές περιόδους κάποιου γνωστικού αντικειμένου με ιστορική διαδρομή
    η περιοδολόγηση της ελληνικής γλώσσας σε αρχαία, μεσαιωνική και νεότερη είναι χρήσιμη για τη μελέτη κάθε ιστορικής της φάσης ξεχωριστά

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)