periodo
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | periodo | periodoj |
αιτιατική | periodon | periodojn |
periodo (eo)
- η περίοδος
Ισπανικά (es)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαperiodo (es)
Ίντο (io)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαperiodo (io)
Ιταλικά (it)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαperiodo (it)