περιοδεύον
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- περιοδεύον < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο ενικό της μετοχής περιοδεύων
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπεριοδεύον ουδέτερο
- (στρατιωτικός όρος) συμβούλιο επιλογής οπλιτών
Μεταφράσεις
επεξεργασία περιοδεύον
|
Κλιτικός τύπος μετοχής
επεξεργασίαπεριοδεύον
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, ουδέτερου γένους του περιοδεύων
Άλλες μορφές
επεξεργασία- πολυτονική γραφή: περιοδεῦον