Δείτε επίσης: περιοδεῦον, περιοδεύων

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

περιοδεύον < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο ενικό της μετοχής περιοδεύων

  Ουσιαστικό επεξεργασία

περιοδεύον ουδέτερο

  Μεταφράσεις επεξεργασία


  Κλιτικός τύπος μετοχής επεξεργασία

περιοδεύον

Άλλες μορφές επεξεργασία