Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ραντιέρης οι ραντιέρηδες
      γενική του ραντιέρη των ραντιέρηδων
    αιτιατική τον ραντιέρη τους ραντιέρηδες
     κλητική ραντιέρη ραντιέρηδες
Κατηγορία όπως «μανάβης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ραντιέρης < (άμεσο δάνειο) γαλλική rentier (δικαιούχος ράντας)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ραντιέρης αρσενικό

  Μεταφράσεις επεξεργασία