ραντιέρης
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ραντιέρης < (άμεσο δάνειο) γαλλική rentier (δικαιούχος ράντας)
Ουσιαστικό επεξεργασία
ραντιέρης αρσενικό
- (επάγγελμα, συχνά με αρνητική έννοια) ο εισοδηματίας, ο προσοδούχος, αυτός που λαμβάνει εισόδημα προερχόμενο από τόκους και ενοίκια