ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
→ γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική / δασύκερκος τὸ δασύκερκον
      γενική τοῦ/τῆς δασυκέρκου τοῦ δασυκέρκου
      δοτική τῷ/τῇ δασυκέρκ τῷ δασυκέρκ
    αιτιατική τὸν/τὴν δασύκερκον τὸ δασύκερκον
     κλητική ! δασύκερκε δασύκερκον
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ δασύκερκοι τὰ δασύκερκ
      γενική τῶν δασυκέρκων τῶν δασυκέρκων
      δοτική τοῖς/ταῖς δασυκέρκοις τοῖς δασυκέρκοις
    αιτιατική τοὺς/τὰς δασυκέρκους τὰ δασύκερκ
     κλητική ! δασύκερκοι δασύκερκ
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ δασυκέρκω τὼ δασυκέρκω
      γεν-δοτ τοῖν δασυκέρκοιν τοῖν δασυκέρκοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «δύσκολος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
δασύκερκος (ελληνιστική κοινή) < δασύς + κέρκος (ουρά ζώων)

  Επίθετο

επεξεργασία

δασύκερκος, -ος, -ον (ελληνιστική κοινή)