παραπόρτι
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | παραπόρτι | τα | παραπόρτια |
γενική | του | παραπορτιού | των | παραπορτιών |
αιτιατική | το | παραπόρτι | τα | παραπόρτια |
κλητική | παραπόρτι | παραπόρτια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- παραπόρτι < μεσαιωνική ελληνική παραπόρτιον[1] < παρά + ελληνιστική κοινή πόρτα < λατινική porta
Ουσιαστικό επεξεργασία
παραπόρτι ουδέτερο
Μεταφράσεις επεξεργασία
- ↑ παραπόρτι - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας