Ετυμολογία

επεξεργασία
pordo < pord + -o

  Προφορά

επεξεργασία
 

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
πτώση ενικός πληθυντικός
ονομαστική pordo pordoj
αιτιατική pordon pordojn

pordo (eo)

  • η πόρτα
    bonvolu malfermi la pordon kaj la fenestron, άνοιξε σε παρακαλώ την πόρτα και το παράθυρο