Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
καγκελόπορτα
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
η
καγκελόπορτ
α
οι
καγκελόπορτ
ες
γενική
της
καγκελόπορτ
ας
των
καγκελοπορτ
ών
αιτιατική
την
καγκελόπορτ
α
τις
καγκελόπορτ
ες
κλητική
καγκελόπορτ
α
καγκελόπορτ
ες
Κατηγορία
όπως «
θάλασσα
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
καγκελόπορτα
<
κάγκελ(ο)
+
-ό-
+
πόρτα
Ξύλινη
καγκελόπορτα
.
Ουσιαστικό
επεξεργασία
καγκελόπορτα
θηλυκό
η
πόρτα
, συνήθως ενός περιβόλου ή αυλής, που είναι φτιαγμένη από
κάγκελα
Μεταφράσεις
επεξεργασία
καγκελόπορτα