Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
drzwi
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Πολωνικά (pl)
1.1
Προφορά
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Εκφράσεις
1.2.2
Συγγενικά
Πολωνικά
(pl)
επεξεργασία
Προφορά
επεξεργασία
ⓘ
(
βοήθεια
·
αρχείο
)
Ουσιαστικό
επεξεργασία
drzwi
(pl)
ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό
θύρα
,
πόρτα
Εκφράσεις
επεξεργασία
pi razy drzwi
: (πι φορές την πόρτα) ειρωνική έκφραση για το:
περίπου
ή
χοντρικά
Συγγενικά
επεξεργασία
drzwiczki
drzwiowy
odrzwia
odźwierny
odźwierze