Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
τζαμόπορτα
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Προφορά
1.3
Ουσιαστικό
1.3.1
Συγγενικά
1.3.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
η
τζαμόπορτ
α
οι
τζαμόπορτ
ες
γενική
της
τζαμόπορτ
ας
των
τζαμοπορτ
ών
αιτιατική
την
τζαμόπορτ
α
τις
τζαμόπορτ
ες
κλητική
τζαμόπορτ
α
τζαμόπορτ
ες
Κατηγορία
όπως «
θάλασσα
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
τζαμόπορτα
<
τζάμ(ι)
+
-ό-
+
πόρτα
Προφορά
επεξεργασία
ΔΦΑ
: /
d͡zaˈmo.poɾ.ta
/
Ουσιαστικό
επεξεργασία
τζαμόπορτα
θηλυκό
πόρτα
που έχει
τζάμια
σε ειδικά πλαίσια πάνω της
Συγγενικά
επεξεργασία
→
δείτε
τις λέξεις
τζάμι
και
πόρτα
Μεταφράσεις
επεξεργασία
τζαμόπορτα
αγγλικά
:
glass door
(en)
γαλλικά
:
porte vitrée
(fr)