• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Σύνδεση
  • Ρυθμίσεις
Donate Now If this site has been useful to you, please give today.
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
Βικιλεξικό

πορτούλα

  • Γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Νέα ελληνικά (el)
    • 1.1 Ετυμολογία
    • 1.2 Ουσιαστικό
      • 1.2.1 Μεταφράσεις

Νέα ελληνικά (el)

επεξεργασία
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η πορτούλα οι πορτούλες
      γενική της πορτούλας —
    αιτιατική την πορτούλα τις πορτούλες
     κλητική πορτούλα πορτούλες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία
πορτούλα < πόρτα + υποκοριστικό επίθημα -ούλα

Ουσιαστικό

επεξεργασία

πορτούλα θηλυκό

  • υποκοριστικό του πόρτα
    ≈ συνώνυμα: πορτάκι, πορτίτσα

Μεταφράσεις

επεξεργασία
    πορτούλα

→ δείτε τη λέξη πορτάκι

Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=πορτούλα&oldid=5089725"
Τελευταία επεξεργασία στις 30 Μαΐου 2021, στις 04:34

Γλώσσες

      Αυτή η σελίδα δεν είναι διαθέσιμη σε άλλες γλώσσες.

      Βικιλεξικό
      • Wikimedia Foundation
      • Powered by MediaWiki
      • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 30 Μαΐου 2021, στις 04:34.
      • Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 4.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
      • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
      • Σχετικά με Βικιλεξικό
      • Αποποίηση ευθυνών
      • Κώδικας συμπεριφοράς
      • Προγραμματιστές
      • Στατιστικά
      • Δήλωση cookie
      • Όροι χρήσης
      • Επιφάνεια εργασίας