πορτάκι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | πορτάκι | τα | πορτάκια |
γενική | — | — | ||
αιτιατική | το | πορτάκι | τα | πορτάκια |
κλητική | πορτάκι | πορτάκια | ||
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- πορτάκι < πόρτα + υποκοριστικό επίθημα -άκι
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπορτάκι ουδέτερο
- υποκοριστικό του πόρτα
- προστατευτική πόρτα για μωρά, ώστε να μην απομακρύνονται από έναν συγκεκριμένο χώρο
- ειδική θύρα για κατοικίδια, ώστε να μπαίνουν στο σπίτι χωρίς τη βοήθεια ανθρώπων