• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Σύνδεση
  • Ρυθμίσεις
Donate Now If this site has been useful to you, please give today.
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
Βικιλεξικό

γατόπορτα

  • Γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Νέα ελληνικά (el)
    • 1.1 Ετυμολογία
    • 1.2 Ουσιαστικό
      • 1.2.1 Μεταφράσεις

Νέα ελληνικά (el)

επεξεργασία
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η γατόπορτα οι γατόπορτες
      γενική της γατόπορτας των γατοπορτών
    αιτιατική τη γατόπορτα τις γατόπορτες
     κλητική γατόπορτα γατόπορτες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία
γατόπορτα < γάτα + πόρτα

Ουσιαστικό

επεξεργασία

γατόπορτα θηλυκό

  • ειδικό άνοιγμα σε πόρτα, μπαλκονόπορτα κ.α. που επιτρέπει σε μια γάτα να περάσει όταν αυτή είναι κλειστή

Μεταφράσεις

επεξεργασία
    γατόπορτα
  • αγγλικά : cat flap (en), cat door (en)
  • γαλλικά : chatière (fr)
  • γερμανικά : Katzenklappe (de), Haustierklappe (de)
  • ισπανικά : gatera (es)
  • ιταλικά : gattaiòla (it)
  • ολλανδικά : kattenluikje (nl)
  • οξιτανικά : gatièra (oc), gatonièra (oc)
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=γατόπορτα&oldid=5539731"
Τελευταία επεξεργασία στις 2 Μαρτίου 2022, στις 22:35

Γλώσσες

      Αυτή η σελίδα δεν είναι διαθέσιμη σε άλλες γλώσσες.

      Βικιλεξικό
      • Wikimedia Foundation
      • Powered by MediaWiki
      • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 2 Μαρτίου 2022, στις 22:35.
      • Page was rendered with Parsoid.
      • Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 4.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
      • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
      • Σχετικά με Βικιλεξικό
      • Αποποίηση ευθυνών
      • Κώδικας συμπεριφοράς
      • Προγραμματιστές
      • Στατιστικά
      • Δήλωση cookie
      • Όροι χρήσης
      • Επιφάνεια εργασίας