Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
γατόπορτα
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
η
γατόπορτ
α
οι
γατόπορτ
ες
γενική
της
γατόπορτ
ας
των
γατοπορτ
ών
αιτιατική
τη
γατόπορτ
α
τις
γατόπορτ
ες
κλητική
γατόπορτ
α
γατόπορτ
ες
Κατηγορία
όπως «
θάλασσα
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
γατόπορτα
<
γάτα
+
πόρτα
Ουσιαστικό
επεξεργασία
γατόπορτα
θηλυκό
ειδικό
άνοιγμα
σε
πόρτα
,
μπαλκονόπορτα
κ.α. που επιτρέπει σε μια
γάτα
να περάσει όταν αυτή είναι κλειστή
Μεταφράσεις
επεξεργασία
γατόπορτα
αγγλικά
:
cat flap
(en)
,
cat door
(en)
γαλλικά
:
chatière
(fr)
γερμανικά
:
Katzenklappe
(de)
,
Haustierklappe
(de)
ισπανικά
:
gatera
(es)
ιταλικά
:
gattaiòla
(it)
ολλανδικά
:
kattenluikje
(nl)
οξιτανικά
:
gatièra
(oc)
,
gatonièra
(oc)