γατόπορτα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
γατόπορτα θηλυκό
- ειδικό άνοιγμα σε πόρτα, μπαλκονόπορτα κ.α. που επιτρέπει σε μια γάτα να περάσει όταν αυτή είναι κλειστή