Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η πορτίτσα οι πορτίτσες
      γενική της πορτίτσας
    αιτιατική την πορτίτσα τις πορτίτσες
     κλητική πορτίτσα πορτίτσες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

πορτίτσα < πόρτα + υποκοριστικό επίθημα -ίτσα

  Ουσιαστικό επεξεργασία

πορτίτσα θηλυκό

  Μεταφράσεις επεξεργασία