Γερμανικά (de) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

Tür < (κληρονομημένο) μέση άνω γερμανική < (κληρονομημένο) παλαιά άνω γερμανική < με απώτατη αρχή την πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *dʰwer-. Συγγενή: αγγλική door, αρχαία ελληνική θύρα. [1]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /tyːr/
 

  Ουσιαστικό επεξεργασία

Tür (de) θηλυκό

  • η πόρτα
    mach die Tür auf! - άνοιξε την πόρτα!
    die Tür ist zu - η πόρτα είναι κλειστή

Σύνθετα επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  1. Reconstruction:Proto-Indo-European/dʰwer- στο αγγλικό Βικιλεξικό

  Πηγές επεξεργασία



Τουρκικά (tr) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

Tür < λείπει η ετυμολογία

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Tür αρσενικό ή θηλυκό

  Πηγές επεξεργασία

  • Pamukkale GCRIS Veritabanı (Pamukkale GCRIS Database), gcris.pau.edu.tr, Browsing by Author