Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
γκαραζόπορτα
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
η
γκαραζόπορτ
α
οι
γκαραζόπορτ
ες
γενική
της
γκαραζόπορτ
ας
των
γκαραζοπορτ
ών
αιτιατική
την
γκαραζόπορτ
α
τις
γκαραζόπορτ
ες
κλητική
γκαραζόπορτ
α
γκαραζόπορτ
ες
Κατηγορία
όπως «
θάλασσα
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
γκαραζόπορτα
<
→
λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
γκαραζόπορτα
θηλυκό
η
πόρτα
ενός
γκαράζ
Μεταφράσεις
επεξεργασία
γκαραζόπορτα
γαλλικά
:
garage
(fr)