μονοπόρτι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | μονοπόρτι | τα | μονοπόρτια |
γενική | — | — | ||
αιτιατική | το | μονοπόρτι | τα | μονοπόρτια |
κλητική | μονοπόρτι | μονοπόρτια | ||
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαμονοπόρτι ουδέτερο
Μεταφράσεις
επεξεργασία μονοπόρτι
|