dor
Αγγλοσαξονικά (ang)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαdor (ang)
Βρετονικά (br)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαdor (br) θηλυκό
Πορτογαλικά (pt)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
---|---|
dor | dores |
Ουσιαστικό
επεξεργασίαdor (pt)
dor (ang)
dor (br) θηλυκό
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
dor | dores |
dor (pt)