διπλοκαπνιστός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
Επίθετο επεξεργασία
διπλοκαπνιστός
- τρόφιμο που έχει υποστεί τη διαδικασία καπνίσματος δύο φορές
- ρέγγα διπλοκαπνιστή
Δείτε επίσης επεξεργασία
- διπλοφουρνιστός
- και λέξεις με πρόθημα διπλο-
Μεταφράσεις επεξεργασία
διπλοκαπνιστός