• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Σύνδεση
  • Ρυθμίσεις
Donate Now If this site has been useful to you, please give today.
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
Βικιλεξικό

διπλασιασμός

  • Γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Νέα ελληνικά (el)
    • 1.1 Ετυμολογία
    • 1.2 Προφορά
    • 1.3 Ουσιαστικό
      • 1.3.1 Συγγενικά
      • 1.3.2 Μεταφράσεις

Νέα ελληνικά (el)

επεξεργασία
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο διπλασιασμός οι διπλασιασμοί
      γενική του διπλασιασμού των διπλασιασμών
    αιτιατική τον διπλασιασμό τους διπλασιασμούς
     κλητική διπλασιασμέ διπλασιασμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία
διπλασιασμός < αρχαία ελληνική διπλασιασμός

Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ði.pla.si.aˈzmos/

Ουσιαστικό

επεξεργασία

διπλασιασμός αρσενικό

  • το να κάνω κάτι κατά δύο φορές μεγαλύτερο

Συγγενικά

επεξεργασία
  • → δείτε τη λέξη διπλασιάζω

Μεταφράσεις

επεξεργασία
    διπλασιασμός
  • αγγλικά : doubling (en)
  • γαλλικά : doublement (fr)
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=διπλασιασμός&oldid=6915321"
Τελευταία επεξεργασία στις 30 Ιουλίου 2024, στις 06:47

Γλώσσες

    • English
    • Malagasy
    Βικιλεξικό
    • Wikimedia Foundation
    • Powered by MediaWiki
    • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 30 Ιουλίου 2024, στις 06:47.
    • Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 4.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
    • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
    • Σχετικά με Βικιλεξικό
    • Αποποίηση ευθυνών
    • Κώδικας συμπεριφοράς
    • Προγραμματιστές
    • Στατιστικά
    • Δήλωση cookie
    • Όροι χρήσης
    • Επιφάνεια εργασίας