Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

μονολεκτικώς < (διαχρονικό δάνειο) καθαρεύουσα μονολεκτικῶς (μαρτυρείται από το 1871)[1]. Συγχρονικά αναλύεται σε μονολεκτικ(ός) + -ώς.

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /mo.no.le.ktiˈkos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: μο‐νο‐λε‐κτι‐κώς
ομόηχο: μονολεκτικός

  Επίρρημα επεξεργασία

μονολεκτικώς

  Αναφορές επεξεργασία

  1. σελ. 669, Τόμος Β΄ - Κουμανούδης, Στέφανος Αθ. (1900) Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών από της Αλώσεως μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων. Τόμοι: 2 (Εισαγωγή,@anemi). Εν Αθήναις: Τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου