Ετυμολογία

επεξεργασία
μονολεκτικά < μονολεκτικ(ός) +

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /mo.no.le.ktiˈka/
τυπογραφικός συλλαβισμός: μο‐νο‐λε‐κτι‐κά

  Επίρρημα

επεξεργασία

μονολεκτικά και

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Κλιτικός τύπος επιθέτου

επεξεργασία

μονολεκτικά