μούστος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | μούστος | οι | μούστοι |
γενική | του | μούστου | των | μούστων |
αιτιατική | τον | μούστο | τους | μούστους |
κλητική | μούστε | μούστοι | ||
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία
- μούστος < ελληνιστική κοινή μοῦστος < λατινική «vinum mustum» (νέο κρασί) < mustus < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *mus- / *mews-

Προφορά
επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ˈmu.stos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : μού‐στος
Ουσιαστικό
επεξεργασία
μούστος αρσενικό
Συνώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- μουσταλευριά
- μουστόπιτα
- μούστωμα
- μουστωμένος
- μουστώνω
- → δείτε τη λέξη μουστάρδα
Δείτε επίσης
επεξεργασία-
μούστος στη Βικιπαίδεια