Ετυμολογία

επεξεργασία
μουστώνω < μούστος + -ώνω

μουστώνω

  1. (κυριολεκτικά) με ζαλίζει ο μούστος και οι αναθυμιάσεις του
  2. (μεταφορικά) αισθάνομαι ναρκωμένος, ζαλισμένος

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία