Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μουστάρδα οι μουστάρδες
      γενική της μουστάρδας των μουσταρδών
    αιτιατική τη μουστάρδα τις μουστάρδες
     κλητική μουστάρδα μουστάρδες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

μουστάρδα < ιταλική mostarda[1] [2] < λατινική mustum < mustus < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *mus- / *mews-
 
Ένα μπολ με μουστάρδα.

  Ουσιαστικό επεξεργασία

μουστάρδα θηλυκό

Παράγωγα επεξεργασία

Πολυλεκτικοί όροι επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  1. μουστάρδα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. μουστάρδαΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)