μουστάρδα
Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
μουστάρδα θηλυκό
- (γαστρονομία) καρύκευμα που κυκλοφορεί στην αγορά είτε με τη μορφή σκόνης είτε με τη μορφή κρέμας και χρησιμοποιείται στη μαγειρική
Επεξεργασία
- μουσταρδής
- μουσταρδί
- → δείτε τη λέξη μούστος
Πολυλεκτικοί όροιΕπεξεργασία
Δείτε επίσηςΕπεξεργασία
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
μουστάρδα
- ↑ μουστάρδα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.
- ↑ μουστάρδα - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023)