γλεύκος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- γλεύκος < αρχαία ελληνική γλεῦκος
Ουσιαστικό
επεξεργασίαγλεύκος ουδέτερο
- Υγρό προϊόν που προκύπτει από νωπά σταφύλια, φυσικά ή με φυσικές επεξεργασίες. Από χημική άποψη, είναι ένα υδατικό διάλυμα διαφόρων οργανικών και ανόργανων ουσιών που αποτελούν συστατικά του σταφυλιού.
Συνώνυμα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία γλεύκος
→ δείτε τη λέξη μούστος |