make the most of
Αγγλικά (en) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Έκφραση επεξεργασία
make the most of (en)
- (ιδιωματισμός) εκμεταλλεύομαι στο έπακρο, αξιοποιώ πλήρως
- ↪ We must make the most of our time as long as we can.
- Πρέπει να εκμεταλλευτούμε το χρόνο μας όσο περισσότερο μπορούμε.
- ↪ We must make the most of our time as long as we can.