mostek
Πολωνικά (pl)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- mostek < υποκοριστικό του most
Προφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαmostek (pl) αρσενικό
- γεφυράκι, μικρή γέφυρα
- (ανατομία) στέρνο
- γέφυρα με τις έννοιες
- (οδοντιατρική) οδοντοτεχνική κατασκευή
- (αθλητισμός) γυμναστική άσκηση
- επίπεδο σε πλοίο