Ουσιαστικό

επεξεργασία

dexterity (en) (μη μετρήσιμο)

  • η επιδεξιότητα, η ικανότητα να χρησιμοποιώ ειδικά τα χέρια μου ή το μυαλό μου
    ⮡  The profession of a surgeon requires excellent dexterity in the hands while the footballer in the feet.
    Το επάγγελμα του χειρούργου απαιτεί εξαιρετική επιδεξιότητα στα χέρια ενώ του ποδοσφαιριστή στα πόδια.