skillfully
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαπαραθετικά | |
θετικός | skillfully |
συγκριτικός | more skillfully |
υπερθετικός | most skillfully |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΕπίρρημα
επεξεργασίαskillfully (en) (αμερικανική γραφή)
- επιδέξια
- ⮡ The pianist's fingers ran skillfully over the keys.
- Τα δάχτυλα του πιανίστα έτρεχαν επιδέξια πάνω στα πλήκτρα.
- ⮡ The pianist's fingers ran skillfully over the keys.