Ετυμολογία

επεξεργασία
proficiency < proficient + -ency

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

proficiency (en)

  1. η μεγάλη ικανότητα, η δεξιοτεχνία, η μαεστρία, η άριστη γνώση
    math proficiency - (άριστη) γνώση των μαθηματικών

Συγγενικά

επεξεργασία