Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
dextérité dextérités

dextérité (fr) θηλυκό

Συνώνυμα

επεξεργασία

Αντώνυμα

επεξεργασία