dextérité
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- dextérité < λατινική dexteritas < dexter
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /dɛks.te.ʁi.te/
Ουσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
dextérité | dextérités |
dextérité (fr) θηλυκό
- η επιδεξιότητα, η δεξιότητα