Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική δεξιότης αἱ δεξιότητες
      γενική τῆς δεξιότητος τῶν δεξιοτήτων
      δοτική τῇ δεξιότητ ταῖς δεξιότησ(ν)
    αιτιατική τὴν δεξιότητ τὰς δεξιότητᾰς
     κλητική ! δεξιότης δεξιότητες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  δεξιότητε
γεν-δοτ τοῖν  δεξιοτήτοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'τάπης' όπως «τάπης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

δεξιότης < δεξιό(ς) + -της

  Ουσιαστικό επεξεργασία

δεξιότης, -ητος θηλυκό

  1. ικανότητα, εξυπνάδα, οξύνοια, ευφυΐα
     αντώνυμα: ἀμαθία
  2. ευγένεια, καλή διάθεση φιλοξενίας
  3. (ελληνιστική σημασία) καλή τύχη, ευτυχής συγκυρία

Σύνθετα επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία