δεξιότης
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | δεξιότης | αἱ | δεξιότητες |
γενική | τῆς | δεξιότητος | τῶν | δεξιοτήτων |
δοτική | τῇ | δεξιότητῐ | ταῖς | δεξιότησῐ(ν) |
αιτιατική | τὴν | δεξιότητᾰ | τὰς | δεξιότητᾰς |
κλητική ὦ! | δεξιότης | δεξιότητες | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | δεξιότητε | ||
γεν-δοτ | τοῖν | δεξιοτήτοιν | ||
3η κλίση, Κατηγορία 'τάπης' όπως «τάπης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
δεξιότης, -ητος θηλυκό
- ικανότητα, εξυπνάδα, οξύνοια, ευφυΐα
- ευγένεια, καλή διάθεση φιλοξενίας
- (ελληνιστική σημασία) καλή τύχη, ευτυχής συγκυρία
Σύνθετα επεξεργασία
Πηγές επεξεργασία
- δεξιότης - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- δεξιότης - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.