Erzeugung
Γερμανικά (de)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
ονομαστική | die | Erzeugung | die | Erzeugungen |
γενική | der | Erzeugung | der | Erzeugungen |
δοτική | der | Erzeugung | den | Erzeugungen |
αιτιατική | die | Erzeugung | die | Erzeugungen |
Προφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαErzeugung (de) θηλυκό