układ
Πολωνικά (pl)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαukład (pl) < από το ρήμα układać (pl) < kładać (pl)
Ουσιαστικό
επεξεργασίαukład (pl) αρσενικό
- το σύστημα
- η συμφωνία
- (ηλεκτρονική) το κύκλωμα
układ (pl) < από το ρήμα układać (pl) < kładać (pl)
układ (pl) αρσενικό