chargeuse
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
chargeuse | chargeuses |
Ουσιαστικό
επεξεργασίαchargeuse (fr) θηλυκό
- (τεχνολογία) ο φορτωτής μεταφορικών οχημάτων ή ενός μηχανήματος
ενικός | πληθυντικός |
chargeuse | chargeuses |
chargeuse (fr) θηλυκό