υπαλλαγή
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | υπαλλαγή | οι | υπαλλαγές |
γενική | της | υπαλλαγής | των | υπαλλαγών |
αιτιατική | την | υπαλλαγή | τις | υπαλλαγές |
κλητική | υπαλλαγή | υπαλλαγές | ||
όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία Επεξεργασία
- υπαλλαγή < → λείπει η ετυμολογία
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
υπαλλαγή θηλυκό
- σχήμα λόγου κατά το οποίο ένα επίθετο συμφωνεί στην πτώση με κάποιο άλλο ουσιαστικό από αυτό που νοηματικά θα έπρεπε να προσδιορίζει
- Παραδείγματα υπαλλαγής: λευκό βουνάκι πρόβατα (δηλ. βουνάκι λευκά πρόβατα) - Ελεύθεροι Πολιορκημένοι του Διον. Σολωμού
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
υπαλλαγή