↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η πρόταξη οι προτάξεις
      γενική της πρόταξης* των προτάξεων
    αιτιατική την πρόταξη τις προτάξεις
     κλητική πρόταξη προτάξεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, προτάξεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
πρόταξη < ελληνιστική κοινή πρόταξις[1] [2] [3] < αρχαία ελληνική προτάσσω < πρό + τάσσω

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

πρόταξη θηλυκό

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία
  1. πρόταξη - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. πρόταξηΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
  3. πρόταξις - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.